- παρακεντητικός
- παρακεντ-ητικός, ή, όν,A of tapping or couching,
τέχνη Gal.Thras. 24
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχνη Gal.Thras. 24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρακεντητικός — ή, όν, Α [παρακεντητής] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακέντηση … Dictionary of Greek
παρακεντητικήν — παρακεντητικός of tapping fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)